- ζητιανεύω
- mendier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ζητιανεύω — ζητιανεύω, ζητιάνεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζητιανεύω — [ζητιάνος] ζητώ ελεημοσύνη … Dictionary of Greek
ζητιανεύω — ζητιάνεψα, ζητιανεμένος, είμαι φτωχός και ζητώ βοήθεια από τους άλλους, επαιτώ: Κάθεται έξω από την εκκλησία κάθε Κυριακή και ζητιανεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζητιάνευτος — η, ο [ζητιανεύω] αυτός που δεν αποκτήθηκε με επαιτεία, με ζητιανιά … Dictionary of Greek
αιτίζω — αἰτίζω (Α) (επικός τύπος του αἰτῶ) ζητώ επίμονα, επαιτώ, ζητιανεύω … Dictionary of Greek
βωμολοχώ — ( έω) (Α βωμολοχῶ) [βωμολόχος] λέω αισχρά αστεία νεοελλ. χρησιμοποιώ αισχρολογίες χωρίς ντροπή αρχ. ζητιανεύω … Dictionary of Greek
γύρα — (I) επίρρ. γύρω. (II) η 1. περιφορά, κύκλος 2. σειρά 3. φρ. α) «βγαίνω στη γύρα» ζητιανεύω ή επιδιώκω κάτι συστηματικά και ενοχλητικά θ) «βγαίνω στη γύρα ή είμαι τής γύρας» είμαι πόρνη γ) «έμπορος ή εμπόριο τής γύρας» πλανόδιος έμπορος ή εμπόριο… … Dictionary of Greek
διακονίζω — και διακονίζομαι (Μ διακονίζω) διακονεύω, ζητιανεύω … Dictionary of Greek
διακονεύω — και διακονάω και διακονίζω [διακονιά] 1. ζητιανεύω, επαιτώ 2. ζητώ με παρακάλια … Dictionary of Greek
διακονώ — (AM διακονῶ, έω Α και ιων. τ. διηκονέω) 1. υπηρετώ, περιποιούμαι κάποιον 2. είμαι διάκονος στην εκκλησία 3. παρέχω βοήθεια, ελεώ μσν. νεοελλ. διακονεύω, ζητιανεύω αρχ. μσν. 1. προσφέρω πρόθυμα τις υπηρεσίες μου σε κάποιον 2. διακονοῡμαι εξυπηρετώ … Dictionary of Greek
επαιτώ — (AM ἐπαιτῶ, έω) [αιτώ] ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω («ἐκ σέθεν δ ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ ἡμέραν βίον», Σοφ.) νεοελλ. ζητώ επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη συμπάθεια») αρχ. 1. ζητώ κάτι επί πλέον («εἰ καὶ κέ νυ οἴκοθεν ἄλλο μεῑζον… … Dictionary of Greek